περιοδικό

จาก วิกิพจนานุกรม พจนานุกรมเสรี

ภาษากรีก[แก้ไข]

รากศัพท์[แก้ไข]

จากภาษาฝรั่งเศส périodique (วารสาร)

คำนาม[แก้ไข]

περιοδικό (periodikóก. (พหูพจน์ περιοδικά)

  1. นิตยสาร

การผันรูป[แก้ไข]

การผันรูปของ περιοδικό
เอกพจน์ พหูพจน์
กรรตุการก το  περιοδικό τα  περιοδικά
สัมพันธการก του  περιοδικού των  περιοδικών
กรรมการก το  περιοδικό τα  περιοδικά
สัมโพธนการก περιοδικό περιοδικά

อ่านเพิ่ม[แก้ไข]